- διοπεύω
- διοπεύω (Α)επιβλέπω τη φόρτωση πλοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)·* + (θ.) οπ- (πρβλ. όπωπα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διοπεύω — to be captain of pres subj act 1st sg διοπεύω to be captain of pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοπεύειν — διοπεύω to be captain of pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοπεύων — διοπεύω to be captain of pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοπτεύω — (Α διοπτεύω) 1. παρατηρώ με διόπτρα 2. κατασκοπεύω, παρατηρώ, εξετάζω νεοελλ. ναυτ. καθορίζω τη θέση πλοίου παρατηρώντας σημείο στην ξηρά ή τη θάλασσα, ρελεβάρω αρχ. διοπεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)·* + οπτεύω < (θ.) οπ (πρβλ. όπωπα)] … Dictionary of Greek